- αντιλογικός
- -ή, -ό (Α ἀντιλογικός, -όν)αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικόςνεοελλ.ο αντίθετος προς τη λογικήαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικόςο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια στην προβολή αντίθετων απόψεων3. φρ. «oἱ ἀντιλογικοί λόγοι» — τα σοφιστικά επιχειρήματα.
Dictionary of Greek. 2013.